περιδέραιο

περιδέραιο
Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία –μικρά κογχύλια, σπονδύλους ψαριών, δόντια ζώων– δεμένα με δυνατό νήμα από ίνες φυτών. Όταν ο άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί στοιχειώδη εργαλεία, κατασκεύασε π. από λειασμένους, ομοιόμορφους λίθους ή από πήλινα χρωματισμένα στοιχεία. Οι Αιγύπτιοι δημιούργησαν λεπτότατα περιδέραια με μικρά κομμάτια από κόκαλα, κέρατα, ελεφαντόδοντα, που τους έδιναν κυκλικό ή κυλινδρικό σχήμα, ή από σκληρές πέτρες και κεραμικά στοιχεία καλλιτεχνικά κατεργασμένα, ενωμένα με αλυσίδα που κατέληγε σε πολύτιμο κλείσιμο. Το π. ήταν διακριτικό σημείο των Αιγυπτίων και Ασσυρίων πριγκίπων. Το π. έγινε είδος υψηλής καλλιτεχνικής σημασίας μόνο μετά την ανάπτυξη της χρυσοχοϊκής τέχνης. Λαμπρά δείγματα έδωσε ο αιγαίος πολιτισμός στον οποίο ανήκουν τα πολυάριθμα χρυσά π. που βρέθηκαν στα κτερίσματα των τάφων της Κρήτης, της Τροίας, των Μυκηνών κ.α. Στην κλασική Ελλάδα, με τη μεγαλύτερη ακόμα εξέλιξη της χρυσοχοϊκής, το π. γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή, ώσπου από τον 4o αι. π.Χ. και ύστερα, κυρίως στην ελληνιστική εποχή, γίνεται το πλουσιότερο και πολυτιμότερο γυναικείο κόσμημα. Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου ήταν τα κρεμαστά π., πραγματικά αριστουργήματα χρυσά, σμαλτωμένα και κατεργασμένα με εξαιρετική λεπτότητα. Η ελληνική χρυσοχοϊκή τέχνη διαδόθηκε και στη Ρώμη, όπου τα π., εμπνευσμένα από τα ελληνιστικά, πλουτίζονταν συνήθως με καμέους, νομίσματα, κοράλλια, γρανάτες και στοιχεία από χρωματιστή υαλόμαζα, που θύμιζε πολύτιμους λίθους. Με την επίδραση της βαρβαρικής χρυσοχοϊκής τα π. έγιναν πιο βαριά και εντυπωσιακά. Στους μεσαιωνικούς χρόνους διαδόθηκαν στη Δύση οι ανατολικοί τύποι π. με χρυσά νομίσματα, μαργαριτάρια, κ.ά.: τα σωζόμενα δείγματα μαρτυρούν μια πολύ λεπτή τέχνη που έφτασε στην ακμή της στους βυζαντινούς χρόνους, όταν οι χρυσοχόοι απέκτησαν ιδιαίτερη ικανότητα να συνενώνουν στο ίδιο π. διαφορετικά στοιχεία, όπως ψηφίδες μωσαϊκών, μαργαριτάρια και καμέους. Προς το τέλος του 13ου αι. ελαττώθηκε σημαντικά η χρήση του π. για να επανέλθει το 15o αι. με βαριά και πολύπλοκα δείγματα. Ως κόσμημα ανδρικό κατασκευαζόταν συνήθως από βαριές αλυσίδες, από τις oποίες κρέμονταν φυλαχτά, άγια λείψανα και συχνότερα τα διάσημα ενός ιπποτικού τάγματος. To 16o αι. επικράτησαν τόσο τα κοντά, γύρω από το λαιμό, π. όσο και τα μακριά. Ενώ οι άντρες χρησιμοποιούσαν συνήθως χρυσές αλυσίδες, τα γυναικεία περιδέραια ήταν πολύπλοκα, έκλειναν με καρφίτσες από πολύτιμες πέτρες ή κατέληγαν σε κρεμαστά γυάλινα ζώα ή τέρατα. Αργότερα τα περιδέραια απλοποιήθηκαν, και το 18o αι. σχηματίζονταν από μια σειρά κρεμαστά στοιχεία προσαρμοσμένα σε μια μεταξωτή ή βελούδινη κορδέλα. Στις αρχές του 19ου αι. τα π. έγιναν περισσότερο διακοσμητικά, ενώ τον υπόλοιπο αιώνα διακρίνονταν για τον απρόσωπο και εκλεκτικό χαρακτήρα τους, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Έτσι, παράλληλα με τα αυστηρά π. με αλυσίδα, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους ή μαργαριτάρια, κατασκευάζονται και παράξενοι τύποι, εμπνευσμένοι από εξωτικά πρότυπα με μεγάλη ποικιλία σχημάτων και υλικών (μέταλλα, πλαστικά υλικά, ξύλα, κεραμικά στοιχεία κ.ά.). Βαρύτιμο περιδέραιο, στολισμένο με διαμάντια και πέρλες, που ανήκε στη πριγκίπισσα Νταϊάνα (φωτ. ΑΠΕ). Σε τάφους των Μυκηνών βρέθηκαν πολυάριθμα χρυσά περιδέραια αντικείμενα υψηλής χρυσοχοϊκής τέχνης (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Ετρουσκικό περιδέραιο από όνυχα και χρυσό. (Ετρουσκικό Μουσείο, Ρώμη). Χρυσό περιδέραιο από τις Μυκήνες, στολισμένο με καρπούς βελανιδιάς και ταυρο – κεφαλές (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Περιδέραιο από σίδερο (Μουσείο Λεόνε, Βερτσέλι).
* * *
το / περιδέραιον ΝΜΑ και περιδέρρεον Α
κόσμημα τού λαιμού αποτελούμενο από σειρά ημιπολύτιμων ή πολύτιμων λίθων ή άλλων αντικειμένων ή και από απλή αλυσίδα
νεοελλ.
φρ. α) «πρόβλημα περιδεραίου»
μαθημ. πρόβλημα απαριθμήσεως που αφορά στον αριθμό τών διαφόρων περιδεραίων με ορισμένο αριθμό χαντρών τα οποία μπορούν να κατασκευαστούν από ένα άπειρο πλήθος χανδρών με προκαθορισμένο αριθμό χρωμάτων
β) «υπόθεση περιδεραίου» — συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία κατά τα έτη 1785-1786, με ήρωα τον καρδινάλιο ντε Ροάν, ο οποίος, επιθυμώντας να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, έπεσε θύμα τής κόμισσας ντε λα Μοτ και τού Καλιόστρο, οι οποίοι τού εμφάνισαν τη δεσποινίδα ντε Ολίβα ως βασίλισσα, στην οποία ο καρδινάλιος προσέφερε ένα περιδέραιο μεγάλης αξίας που είχε αγοράσει με πίστωση, υπόθεση που αποκαλύφθηκε όταν οι κοσμηματοπώλες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από τον καρδινάλιο, κατέφυγαν στη βασίλισσα για την εξόφληση τού λογαριασμού
μσν.
μεσαιωνικό όργανο διαπομπεύσεως και βασανισμού κακοποιών, κλοιός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «περιδέραια
περιτραχήλια ἤ ἐνώτια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού περιδέραιος*, -ον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιδέραιο — το κόσμημα πού φοριέται στο λαιμό, γιορντάνι, κολιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • μανιάκης — μανιάκης, ὁ (ΑM) χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.) μσν. χρυσό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλκμέων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Αργείος. Γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αμφίλοχου. Σκότωσε τη μητέρα του εκτελώντας εντολή του πατέρα του, ο οποίος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, που ήξερε πως θα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • καθόρμιον — και στον Ησύχ. κάθορμον, τὸ (Α), όρμος*, περιδέραιο («παρετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς, καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὅρμ ιον (< ὅρμος (II) «περιδέραιο» + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. ἱμάντ ιον, λεβήτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • μαννοφόρος — (I) μαννοφόρος, ον (Α) αυτός που φορά περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννος «περιδέραιο» + φόρος*]. (II) μαννοφόρος, ον (Μ) αυτός που περιέχει μάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”